Η 12η Οκτωβρίου καθιερώθηκε ως «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Αρθρίτιδας» το 1996, από τη Διεθνή Ένωση Ρευματολογίας και Αρθρίτιδας, η οποία ορίζει την αρθρίτιδα ως μια χρόνια, εκφυλιστικού τύπου πάθηση των αρθρώσεων που εκδηλώνεται με πόνο, δυσκαμψία, οίδημα, ερυθρότητα, καθώς και περιορισμό της κινητικότητας σε μια ή περισσότερες αρθρώσεις».
Η αρθρίτιδα αποτελεί μία από τις συχνότερες παθήσεις του ανθρώπου, μία από τις πρώτες αιτίες επίσκεψης των ασθενών στα ιατρεία και έναν από τους βασικούς λόγους απουσίας από τις επαγγελματικές αλλά και από τις καθημερινές δραστηριότητες. Υπολογίζεται ότι, 103.000.000 άτομα στην Ευρώπη υποφέρουν από αρθρίτιδα και άλλες ρευματικές νόσους. Στη χώρα μας, το 15% περίπου του πληθυσμού (περισσότερο από 1.500.000 άτομα) επισκέπτονται το γιατρό με κάποιο πρόβλημα, που σχετίζεται με πόνο στις αρθρώσεις ή στον υπόλοιπο σκελετό. Με βάση τα στοιχεία της Ελληνικής Ρευματολογικής Εταιρείας (ΕΡΕ), στην Ελλάδα ζουν περίπου 70.000-100.000 ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, εκ των οποίων οι μισοί δεν είναι δυνατόν να εργασθούν μετά από πέντε χρόνια νόσου.
Αυτό που κάνει την αντιμετώπισή της δύσκολη, είναι το γεγονός ότι τα αίτια εμφάνισης της νόσου παραμένουν άγνωστα. Γνωρίζουμε βέβαια ότι η αρθρίτιδα μπορεί να επηρεάσει άτομα κάθε ηλικίας. Eίναι πιο συχνή σε γυναίκες και άτομα ηλικίας 30-60 ετών αν και ορισμένοι τύποι αρθρίτιδας μπορεί να επηρεάσουν και παιδιά. Πάντως η επιστημονική έρευνα έχει κάνει σημαντικές προόδους τα τελευταία χρόνια.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα πρόσφατων μελετών, σύμφωνα με τα οποία νοσήματα ή περιβαλλοντικοί παράγοντες εξωθούν το ανοσοποιητικό σύστημα στο να επιτεθεί στους δικούς του ιστούς. Σύμφωνα με τα απότελέσματα πολλών επιστημονικών ερευνών αλλά και μέσα από τα ιστορικά ασθενών, φαίνεται ότι πολλά αυτοάνοσα νοσήματα, αρχίζουν ή επιδεινώνονται μετά από ψυχική καταπόνηση, που συχνά σχετίζεται με δυσκολίες που αφορούν σε αγαπημένα προσώπα, σοβαρή επαγγελματική ή οικογενειακή πίεση ή οικονομική καταστροφή.
Τέτοια ζητήματα αφορούν όλους μας. Αυτό που έχει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι ειδικά στην περίπτωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, έχει παρατηρηθεί ότι έχουν προηγηθεί της εμφάνισης των εκδηλώσεων της νόσου γεγονότα μεγάλης ή μικρότερης ψυχικής έντασης σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80% των ασθενών. Επίσης σε ποσοστό 60% των ασθενών με Ρευματοειδή αρθρίτιδα, ενώ η νόσος βρίσκεται σε ύφεση, γεγονότα της καθημερινής ζωής που μπορεί να προκαλέσουν ψυχική ένταση ή αρνητική διάθεση (π.χ. πίεση στις εργασιακές σχέσεις, δυσκολίες στις οικογενειακές σχέσεις), μπορεί να προκαλέσουν έξαρση των εκδηλώσεων της νόσου.
Βέβαια, κάθε άτομο αντιδρά διαφορετικά σε τέτοια ερεθίσματα, όμως φαίνεται να υπάρχει κάτι κοινό στα άτομα με ρευματοειδή αρθρίτιδα. Αρκετές επιστημονικές μελέτες καταδεικνύουν μία σημαντική σχέση του άγχους με τη Ρευματοειδή Αρθρίτιδα, με το ποσοστό των ασθενών που εμφανίζει άγχος να κυμαίνεται από 20-30 %. Οι διαταραχές του άγχους γενικά θεωρείται ότι αποτελούν πρωτοπαθείς διαταραχές, δηλαδή υπάρχουν ανεξάρτητα από την συνυπάρχουσα νόσο. Στις αρθρίτιδες τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο χρόνιος πόνος, ο περιορισμός των κινήσεων, η μεταβολή των συμπτωμάτων αυτών μέσα στην ημέρα ή σε μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα καθώς και η μη προκαθορισμένη πορεία της νόσου μπορούν να συμβάλουν και να αυξήσουν την πιθανότητα εμφάνισης κλινικά σημαντικών ψυχικών διαταραχών όπως είναι το άγχος.
Το άγχος στους ασθενείς με Ρευματοειδή αρθρίτιδα είναι πολύ πιο έντονο από αυτό που παρατηρείται σε άλλα άτομα που εκδηλώνουν άγχος και σχετίζεται σε υψηλό ποσοστό και με την παρουσία κατάθλιψης. Η ΕΡΕ (Ελληνική Ρευματολογική Εταιρεία) μας ενημερώνει ότι σύμφωνα με το τεύχος του Rheumatology (Οκτώβριος 2013), η κατάθλιψη προκαλεί εξαρση στον πόνο και στην ενεργότητα της νόσου, ενώ συγχρόνως μειώνει την αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών παρεμβάσεων. Η κατάθλιψη φαίνεται να είναι υψηλά συχνή μεταξύ εκείνων με ΡΑ και σχετίζεται με κακή έκβαση της νόσου. Αντίστοιχα το άγχος αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τη θεραπεία της νόσου. Από την άλλη, η πεποίθηση για βελτίωση της κατάστασης αλλά και το μοίρασμα και η εκφόρτιση των ψυχικών εντάσεων των ασθενών, συντελούν σε θετική πρόβλεψη για την πορεία της νόσου. Η επίδραση λοιπόν της ψυχικής μας κατάστασης, είναι καθοριστική τόσο στην εξέλιξη όσο και στην αντιμετώπιση της νόσου. Το γεγονός ότι ψυχικές εντάσεις είναι σε άμεση σχέση με την έκβαση της νόσου, ενισχύει την πρόταση για ταυτόχρονη ιατρική και ψυχολογική υποστήριξη στα θέματα αυτά.
Κέλλυ Μπούσια
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
Ομαδική Αναλύτρια