Όλοι μας επηρεαζόμαστε από τις καιρικές συνθήκες. Μια ηλιόλουστη μέρα αισθανόμαστε ενέργεια και ευφορία, ενώ μια βροχερή, κρύα μέρα μας μελαγχολεί. Για κάποιους ανθρώπους, η αλλαγή αυτή των καιρικών συνθηκών, επηρεάζει τη συναισθηματική τους κατάσταση και την ικανοτητά τους να λειτουργήσουν στην καθημερινότητα. Οι περιπτώσεις αυτές αφορούν το φαινόμενο της Εποχιακής Κατάθλιψης ή αλλιώς γνωστό ως Εποχιακή Συναισθηματική Διαταραχή (Seasonal Affective Disorder, SAD).
Τα συμπτώματά της εμφανίζονται όταν μπει για τα καλά το φθινόπωρο ή και στις αρχές του χειμώνα και περιλαμβάνουν μειωμένη ενεργητικότητα, αίσθημα κόπωσης, μελαγχολία, άγχος και προβλήματα συγκέντρωσης. Ακόμα, η διάθεση για κοινωνική συναναστροφή μειώνεται και παρατηρείται ευερεθιστότητα στο άτομο. Ερευνητικά στοιχεία υποστηρίζουν ότι ταυτόχρονα παρατηρείται αποδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος και έτσι είμαστε πιο ευάλωτοι σε ασθένειες ή βιώνουμε σφοδρότερα τις ήδη υπάρχουσες. Η εποχιακή κατάθλιψη αφορά περίπου το 3% του πληθυσμού και εμφανίζεται πιο συχνά στις γυναίκες. Ωστόσο, ανάλογα αλλά ηπιότερα συμπτώματα παρατηρούνται και στο 15% του πληθυσμού. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για τη χειμωνιάτικη μελαγχολία (winter blues), που επίσης συνεισφέρει σε συναισθηματικό «βάρος».
Τα αίτια αυτής της εποχιακής διαταραχής δεν έχουν εξακριβωθεί πλήρως ακόμα. Δύο βασικά στοιχεία πάντως που συνεισφέρουν στην κατάσταση θεωρουνται η μείωση – έλλειψη φυσικού φωτός και οι βιολογικές ανισορροπίες που συμβαίνουν εξαιτίας της στον εγκέφαλο (υποθάλαμος).
Το σημαντικότερο όμως είναι το βίωμα αυτής της διαταραχής και ο αντίκτυπός του στην καθημερινότητα, ειδικά στα άτομα που αντιμετωπίζουν χρόνια προβλήματα υγείας.
Ειδικότερα, για τις ρευματικές νόσους, τα ευρήματα μιας μακροχρόνιας έρευνας (Hawley et al.), παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον και ταυτόχρονα μας υποδεικνύουν σημεία τα οποία μπορούμε να ενισχύσουμε προκειμένου να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικότερα τέτοιες καταστάσεις.
Στην παραπάνω έρευνα, συμμετείχαν ασθενείς με Ρευματοειδή Αρθρίτιδα, Οστεοαρθρίτιδα και Ινομυαλγία. Συνολικά συμμετείχαν 1,424 ασθενείς, από τους οποίους το 50% ανέφεραν οξύτερα συμπτώματα της νόσου τους (αίσθημα κόπωσης, γενική διάθεση και ένταση πόνου) κατά τις περιόδους των εποχιακών αλλαγών. Τα ευρήματα δείχνουν συσχέτιση της διάθεσης των σθενών με την εποχιακή αλλαγή, χωρίς όμως αυτά να αφορούν αυτή καθαυτή τη νόσο αλλά περισσότερο τη διάθεση ή και την προσωπική και άρα υποκειμενική αντίληψη των ασθενών για την κατάστασή τους.
Με άλλα λόγια, ενώ η κλινική εικόνα των ασθενών δεν παρουσιάζει ουσιαστικές αλλαγές μέσα στο χρόνο σε σχέση με τις εποχιακές αλλαγές, το βίωμα του πόνου και η συνδεδεμένη με αυτόν διάθεση (συναισθηματική και ψυχική) φαίνεται να διαφοροποιούνται σημαντικά κατά δήλωση των ασθενών.
Τα ευρήματα είναι χαρακτηριστικότερα για το νεότερο ηλικιακά πληθυσμό και τις γυναίκες.
Συμπερασματικά λοιπόν, η Εποχιακή Συναισθηματική Διαταραχή παρατηρείται και φαίνεται να συνεισφέρει έντονα και στα εποχιακά ρευματικά συμπτώματα. Μάλιστα για άλλη μια φορά ενισχύεται η θέση ότι η αντίληψη του ασθενή για την κατάστασή του και το πώς νιώθει για τη νόσο του είναι καθοριστικοί παράγοντες τόσο για το πόσο έντονα αυτή βιώνεται όσο και για την θεραπεία της, ακόμα και όταν τα κλινικά ευρύματα δε συμφωνούν.
Η προσωπική στάση απέναντι στα ζητήματα υγείας είναι καθοριστική για την εξέλιξή τους.
Ειδικότερα, σε ασθενείς με χρόνια ζητήματα και χρόνιο πόνο, η αυτό-αντίληψη της κατάστασης τους και η συμμόρφωση με αυτή είναι βασικοί παράγοντες και στη θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ασθενείς με χρόνιο πόνο, είναι επίσης ευάλωτοι στις ίδιες καταστασεις με τον γενικότερο πληθυσμό. Νιώθουν ότι νιώθουμε όλοι και πολύ περισσότερα, μιας που καλούνται να λειτουργήσουν με επιπλέον απαιτήσεις (πόνος, δυσκολία στην κίνηση, κακή διάθεση) στην καθημερινότητά τους.
Η Εποχιακή Συναισθηματική Διαταραχή, αφορά όλους. Ειδικότερα στις Ρευματοπάθειες μπορεί να μεγενθύνει πόνο και συμπτώματα, ως βίωμα τουλάχιστον, επιβαρύνοντας την καθημερινότητα και τις δραστηριότητές της. Χρειάζεται λοιπόν να είμαστε ενήμεροι για αυτό που μας συμβαίνει, αναγνωρίζοντας ότι είναι η αντίληψη μας για την κατάσταση που την επιδεινώνει και όχι ότι πραγματικά χειροτερεύουμε. Το να κουβεντιάσουμε με οικείους και φίλους το πώς νιώθουμε μπορεί να είναι πολύ βοηθητικό. Σε περίπτωση που τα δύσκολα συναισθήματα επιμένουν και η διαχείρισή τους μας δυσκολεύει αρκετά, η συναισθηματική και ψυχολογική υποστήριξη από έναν ειδικό μπορεί πραγματικά να μας βοηθήσει πολύ. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε καλά στην Ψυχολογία, δεν είναι τα ίδια τα πράγματα που μας δυσκολέυουν αλλά η ερμηνεία μας για αυτά.
Κέλλυ Μπούσια
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
Ομαδική Αναλύτρια